Με αφορμή την πρόταση
του Πρωθυπουργού κυρίου Κυριάκου Μητσοτάκη, για δανεισμό των Παρθενώνειων
γλυπτών από το Βρετανικό Μουσείο, με σκοπό την προβολή τους στην έκθεση που θα
πραγματοποιηθεί το 2021, τίθεται ξανά το θέμα υπό συζήτηση.
Η παράδοση καταρχάς για
ένα έθνος αποτελεί το σημαντικότερο κομμάτι του, καθώς έχοντας το ως βάση,
πηγάζει και σχηματίζεται η νοοτροπία και η φυσιογνωμία του κάθε λαού. Το άτομο
μαθαίνει να συμπεριφέρεται με γνώμονα το καλό της πατρίδας του, να διαδίδει και
να κληροδοτεί την παράδοση από γενιά σε γενιά, αλλά και να εφευρίσκει τρόπους
ώστε η πνευματική κληρονομιά να αντέχει στο χρόνο.
Αρχικά, θα μπορούσαμε
να προσεγγίσουμε το θέμα από την ιστορική του πλευρά, διότι η ιστορία της
Ελλάδος συνηθίζει να αποτυπώνεται στις μνήμες των ανθρώπων και μέσα από τα
ιστορικά βιβλία, αλλά περισσότερο από την απεικόνισή τους στις λεγόμενες τοιχογραφίες
και στα γλυπτά που επιβίωσαν. Έτσι λοιπόν, τα Παρθενώνεια γλυπτά, αναπόσπαστο
κομμάτι του Ελληνισμού, εφόσον παρουσιάζονται κατακερματισμένα και ημιτελές,
αλλά και σε τόπους που δεν αποτελούν την γενέθλια πατρίδα τους, στερούνται
αισθητικής αλλά και πολιτισμικής αξίας.
Παράλληλα, όσον αφορά
την κίνηση του Άγγλου Λόρδου Έλγιν, η άποψη που υποστηρίζεται από τους
περισσότερους και τελικά κυριαρχεί, τη θεωρεί ως παράνομη. Την περίοδο που ο Έλγιν υπέκλεψε
τα γλυπτά, ο Ελληνικός λαός βρισκόταν υπό τουρκικό ζυγό, συνεπώς ο Έλγιν
διαπραγματεύθηκε με τους Τούρκους και όχι με τους νόμιμους κατόχους. Η ενέργεια
αυτή λοιπόν, μειώνει το κύρος της Αγγλίας και γενικότερα των υποστηρικτών τους.
Ένας από τους λόγους,
επίσης, που το υπό συζήτηση θέμα έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις, είναι ότι οι
Βρετανοί υποστηρίζουν ακράδαντα, πως η Ελλάδα δεν είναι ικανή να συντηρήσει τα
μνημεία, καθώς υπολείπεται τον κατάλληλο εξοπλισμό. Ωστόσο όμως, η γενέτειρα
χώρα των γλυπτών, λόγω της οικονομικής και τεχνολογικής προόδου, έχει αναπτύξει
μηχανισμούς και μεθόδους συντήρησης της πολιτισμικής κληρονομιάς. Έχοντας κατανοήσει τη σοβαρότητα της
κατάστασης και την σπουδαιότητα των έργων, σε καμία περίπτωση οι Έλληνες δεν
φαίνονται διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την κληρονομιά τους στα χέρια ξένων.
Τέλος, αυτό που θα
ήθελα να υπογραμμίσω είναι, ότι η διεθνής κοινότητα είναι σύμφωνη με τον
επαναπατρισμό των έργων. Είναι λοιπόν ανάγκη, να παραμεριστούν οι εγωισμοί και
οι φιλοδοξίες, να μην δίνουμε πλέον τροφή για μελλοντικές έχθρες και να
επιστρέψουν τα γλυπτά ώστε το έργο να φαίνεται ολοκληρωμένο. Άλλωστε έχει
ανακηρυχτεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του κόσμου από την UNESCO.
Κατανοώντας την
σοβαρότητα του θέματος θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε κάποιους τρόπους ώστε να
προσεγγίσουμε τα μνημεία. Ένας από τους βασικότερους παράγοντες
κοινωνικοποίησης του ανθρώπου, το σχολείο, θα μπορούσε να συμβάλει με
αποτελεσματικό τρόπο στην προσπάθεια αυτή. Το σχολείο με την αντικειμενική
παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων και τη προβολή υγιών προτύπων μπορεί να
μυήσει τα παιδιά στην παράδοση και στην ιστορία. Επίσης, η διοργάνωση σχολικών
εκδρομών σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους αλλά και η προβολή ντοκιμαντέρ,
θα συντείνουν αυτή την προσπάθεια.
Η πολιτεία οφείλει να
παρέχει κατάλληλες υλικοτεχνικές υποδομές, ώστε τα παιδιά μέσα από παιχνίδια,
να σχεδιάζουν και να κατασκευάζουν αντίγραφα των γλυπτών. Μ’ αυτό τον τρόπο θα
αποκτήσουν γνώσεις τόσο για την αρχιτεκτονική του Παρθενώνα όσο και για την
χρησιμότητα του τη συγκεκριμένη εποχή. Παράλληλα, η πολιτεία, είναι ανάγκη να
παρέχει μειωμένο εισιτήριο, ώστε όσον το δυνατόν περισσότερα παιδιά να
επισκέπτονται τους αρχαιολογικούς χώρους.
Τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης, από την δική τους πλευρά, μέσω της διαφήμισης και των ντοκιμαντέρ
μπορούν να προβάλλουν μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, εγείροντας έτσι το
ενδιαφέρον τον πολιτών για επίσκεψη και γνώση.
Συνειδητοποιώντας τη σοβαρότητα του θέματος, θα
ήθελα να τονίσω ακόμη μία φορά, την σπουδαιότητα των έργων και την αξία του
μνημείου, ολοκληρωμένο. Τα γλυπτά πρέπει να επιστρέψουν στην πατρίδα τους,
καθώς δεν είναι μόνο ο τόπος που βεβαιώνεται πολιτιστικά μέσω των μνημείων,
είναι και τα μνημεία που βεβαιώνονται αισθητικά μέσω του γενέθλιου τόπου τους.
Ας ελπίσουμε λοιπόν στον επαναπατρισμό των γλυπτών και στην επικράτηση της μιας
ονομασίας, Παρθενώνεια γλυπτά.
Της Σταματίας
Γκαραλιάκου